- τουρτούρισμα
- το, Ν [τουρτουρίζω]το ρίγος, το τρεμούλιασμα από το κρύο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουρτούρισμα — το, ατος ρίγος από κρύο ή φόβο ή πυρετό, τρεμούλιασμα: Χτυπούν τα δόντια του απ το τουρτούρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τούρτουρο,το — τούρτουρο, το τουρτούρισμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φρικίαση — η ρίγος που οφείλεται σε αίτια φυσικά (ψύχος) ή ψυχικά (φόβος, χαρά, συγκίνηση) ή σε παθολογικές καταστάσεις (πυρετός), κρυάδα, ανατριχίλα, σύγκρυο, τουρτούρισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)